- συμμελής
- -ές, ΝΑνεοελλ.ιατρ. (για τέρας) αυτός στον οποίο τα δύο κάτω άκρα, πλήρη ή μη, είναι ενωμένα μεταξύ τους, αλλ. σειρηνομερήςαρχ.1. αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό με κάτι άλλο, σύμφωνος ως προς τον ρυθμό («κροτοῡσι κρότον τινὰ ἐμμελῆ τε καὶ συμμελῆ», Αιλ.)2. μτφ. σύμφωνος με κάτι («ὅ ἐστι συμμελὲς τοῑς λόγοις τοῑσδε», Αιλ.)3. (το ουδ. πληθ. στον υπερθ. ως επίρρ.) συμμελέσταταακριβώς, με ακρίβεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -μελής (< μέλος), πρβλ. ἀρτι-μελής, ἐμ-μελής].
Dictionary of Greek. 2013.