συμμελής

συμμελής
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
ιατρ. (για τέρας) αυτός στον οποίο τα δύο κάτω άκρα, πλήρη ή μη, είναι ενωμένα μεταξύ τους, αλλ. σειρηνομερής
αρχ.
1. αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό με κάτι άλλο, σύμφωνος ως προς τον ρυθμό («κροτοῡσι κρότον τινὰ ἐμμελῆ τε καὶ συμμελῆ», Αιλ.)
2. μτφ. σύμφωνος με κάτι («ὅ ἐστι συμμελὲς τοῑς λόγοις τοῑσδε», Αιλ.)
3. (το ουδ. πληθ. στον υπερθ. ως επίρρ.) συμμελέστατα
ακριβώς, με ακρίβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -μελής (< μέλος), πρβλ. ἀρτι-μελής, ἐμ-μελής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμμελής — in time masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμελῆ — συμμελής in time neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμμελής in time masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συμμελής in time masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμελές — συμμελής in time masc/fem voc sg συμμελής in time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμελέστατα — συμμελής in time adverbial superl συμμελής in time neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμελῶν — συμμελής in time masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμελές — συμμελές , συμμελής in time masc/fem voc sg συμμελές , συμμελής in time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • συμμέλεια — η, Ν [συμμελής] ιατρ. σύμφυση μελών τού ανθρώπινου σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”